μιλέτι

μιλέτι
το
1. (σύμφωνα με το Κοράνιο) η θρησκεία που κήρυξαν ο Αβραάμ και οι άλλοι παλαιότεροι προφήτες
2. (στα μεσαιωνικά ισλαμικά κράτη) χαρακτηρισμός ορισμένων μη μωαμεθανικών κοινοτήτων, κυρίως χριστιανών ή Εβραίων
3. (στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία περίπου 1300-1923) αυτόνομη, αυτοδιοικούμενη θρησκευτική κοινότητα, οργανωμένη με δικούς της νόμους και με επικεφαλής τον θρησκευτικό της ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος ενώπιον τής κεντρικής διοίκησης για την εκπλήρωση τών καθηκόντων και υποχρεώσεων τού μιλετιού, και ειδικά για την πληρωμή τών φόρων και τη διατήρηση τής εσωτερικής ασφάλειας
4. φυλή, έθνος, ράτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. millet. Ο χαρακτηρισμός είναι υποτιμητικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιλέτι — το (λ. τουρκ.), φυλή, έθνος, ράτσα (υποτιμητικά): Τους θεωρεί κατώτερο μιλέτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”